- κατάνοσος
- κατάνοσος, -ον (Μ)αυτός που ασθενεί βαριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -νοσος (< νόσος, ἡ), πρβλ. επί-νοσος, υπό-νοσος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατανοσώ — κατανοσῶ, έω (Μ) [κατάνοσος] είμαι βαριά άρρωστος … Dictionary of Greek